- απαραπλάνητος
- -η, -οαυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν νά παραπλανηθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απαραπλάνητος — η, ο αυτός που δεν παραπλανήθηκε, δεν εξαπατήθηκε: Ό,τι πίστευε, το πίστευε απαραπλάνητος, από σκέψη δική του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβαυκάλιστος — η, ο [βαυκαλίζω] 1. αυτός που δεν αποκοιμήθηκε ή δεν μπορεί να αποκοιμηθεί με νανούρισμα, ο ανανούριστος 2. αυτός που δεν ξεγελάστηκε ή δεν μπορεί να ξεγελαστεί με απατηλές υποσχέσεις, αξεγέλαστος, απαραπλάνητος … Dictionary of Greek